- ανατρανίζω
- (Μ ἀνατρανίζω)1. υψώνω το βλέμμα μου2. (μτβ.) παρατηρώ, εξετάζω κάτι προσεκτικά«τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια» (Κρυστάλλης)μσν.κοιτάζω (με προσοχή).[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + τρανίζω < τρανώ (-όω) «ανακαλύπτω, εξηγώ, σαφηνίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.